- γεφυροσκευή
- ητο σύνολο των υλικών για την κατασκευή στρατιωτικών γεφυρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + σκευή «εξοπλισμός, εξάρτυση». Η λ. (στον λόγιο τ.) γεφυροσκευαί μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεφυροσκευή — η τα υλικά που απαιτούνται για την κατασκευή μιας στρατιωτικής γέφυρας: Οι στρατιώτες δυσκολεύτηκαν να μεταφέρουν τη γεφυροσκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek